απορροφάω

απορροφάω
απορροφάω / απορροφώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), απορρόφησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • απορροφώ — απορροφάω / απορροφώ (παρατατ. συνήθως ούσα), απορρόφησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”